Βάλε ένα ακόμη
Δεν υπάρχει γιατρικό συμπάθεια
Δεν υπάρχει φάρμακο υπομονή
Κι όμως κάπου φαίνεται  κάτι
 
Ένα γκρίζο φεγγάρι μας κοιτά και ξεκαρδίζεται
Ένας ήλιος λαμπρός ακόμα μας Υπόσχεται
Ένας φίλος παλιός μας θυμάται
Κι ένας εχθρός κρυφά μας μελετά
 
Βάλε ένα ακόμη
Ποιοι θα κρίνουν τα όνειρα
Ποιοι θα φωτίσουν τα σκοτάδια τους
Ο Ύπνος μας γερνά πιότερο απ’τη μέρα
Ξεφύγαμε
 
Ήπιαμε, περπατήσαμε και πήγαμε
Στην έρημο του πάντοτε σεριάνηδες
Νιφάδες του χιονιού, Δερβίσηδες
 
Χάραμα με πικρό καφέ
Και τα πορτοπαράθυρα κλειστά
Μη μπει η Μοναξιά ακάλεστη


 
 
Δε σε βλέπω πια τόσο συχνά,
Κυλάει βασανιστικά η σκόνη στην κλεψύδρα.
Σαν ποτάμι αργό, σα παλιό αεροπλάνο σε μουσείο,
Αναπνέω αργά και σιωπώ περιμένοντας κάτι.
 
Ένας γυάλινος τάφος, γεμάτος πεθαμένα τσιγάρα
Κι ένα φιμωμένο τηλέφωνο τελειώνουν το γκρίζο
Ανοίγω παράθυρο στο Φως και στον Αέρα
Μα τα ίδια εκείνα χρώματα χάθηκαν κάπου στο χρόνο
 
Η Άνοιξη σαν ήρθε πρέπει να λείπαμε καρδιά μου
Και σα δέμα δίχως παραλήπτη, επέστρεψε στο τότε.
Ένα λάθος όμως στην επιστροφή, έσκισε το περιτύλιγμα
Κι εκατομμύρια λουλούδια μοιράστηκαν σε παιδιά, μάθαμε.
 
Δε σε βλέπω πια τόσο συχνά
Και πρέπει κάποιος να γυρίσει την κλεψύδρα
Γιατί όταν ο χρόνος πάψει να κυλά
Δε θα σκέφτομαι πια και δε θα θυμάμαι
 
Οι σκέψεις βλέπεις, θέλουν χρόνο να χτιστούν καρδιά μου
Κι οι αναμνήσεις λίγο χώρο στο δωμάτιο των πρώτων για να μείνουν,
Εμένα πια οι σκέψεις μου είναι τόσο λίγες,
που οι αναμνήσεις δε χωρούν και ξενιτεύονται.
 
Με το φόβο μη φτάσεις πρώτη στο τέλμα,
Ντύνομαι βιαστικά τις τελευταίες αλήθειες μου,
Αρωματίζομαι λίγες φθηνές ελπίδες
Και πριν πάρω τους δρόμους κρυφά, με βλέπει ο καθρέφτης.
-ψιτ, φίλε ... Αλλάζεις..